- раскрыть
- -крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. ανοίγω•
раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•
раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•
раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•
раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•
раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•
раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•
раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•
раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•
раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.
|| μτφ. εκμυστηρεύομαι•он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.
εκφρ.раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.раскрыться1. ανοίγω, -ομαι•окно -лось το παραθύρι άνοιξε•
дверь -лась η πόρτα άνοιξε•
все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.
|| ανθίζω•розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.
2. φαίνομαι•перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.
3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.
4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•-лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.
5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.